Απαντήσεις στον τελικό καταναλωτή που προσβλέπει σε μία επένδυση ενεργειακής αναβάθμισης στο κτήριό του, σχετικά με τις επιλογές του και την απόδοση των παρεμβάσεων, τόσο ενεργειακά, όσο και οικονομικά, δίνει
μελέτη με τίτλο «Μελέτη σύγκρισης τεχνο οικονομικών αποτελεσμάτων ενεργειακών παρεμβάσεων σε κτήρια του ελληνικού δυναμικού» που πραγματοποίησε το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο(Ε.Μ.Π.)
Από τη Μελέτη εξάγεται το γενικό συμπέρασμα ότι η ενεργειακή αναβάθμιση ενός κτηρίου περνάει πρωτίστως μέσα από την αντικατάσταση του υφιστάμενου συστήματος ψύξης – θέρμανσης από νέα προηγμένα συστήματα με υψηλότερο ενεργειακό βαθμό απόδοσης, αλλά και σε συνδυασμό με τη χρήση σύγχρονων εφαρμογών αυτοματισμού.
Αν και η θερμομόνωση (κέλυφος, κουφώματα κλπ.) είναι ένας ακόμα σημαντικός παράγοντας, είναι τεχνικά και κατασκευαστικά αυτονόητο ότι από μόνη της δεν προσφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, τόσο σε επίπεδο εξοικονόμησης ενέργειας, όσο και στη συνολική απόδοση της επένδυσης.
Στην προαναφερόμενη Μελέτη του Ε.Μ.Π. αποδεικνύεται, κατ? αρχήν, ότι η αντικατάσταση μιας παλαιάς τυπικής υφιστάμενης εγκατάστασης θέρμανσης με συμβατικό λέβητα πετρελαίου, από έναν νέο λέβητα με τεχνολογία συμπύκνωσης, φυσικού αερίου ή πετρελαίου, αποσβένεται ακόμα και σε λιγότερο από τέσσερα έτη, λόγω της σημαντικής μείωσης της ενεργειακής κατανάλωσης.
Πρόσθετα, και ιδιαίτερα σημαντική, καθίσταται η διαπίστωση ότι η αντλία θερμότητας (αν και έχει σημαντικά αυξημένο κόστος κτήσης) επιφέρει πολύ χαμηλή ενεργειακή κατανάλωση.
Πέρα από τη σύγκριση των τεχνοοικονομικών μεγεθών στη Μελέτη, γίνεται ακόμα σαφές ότι η αντικατάσταση του συστήματος θέρμανσης πρέπει να προηγείται χρονικά των λοιπών παρεμβάσεων.
Σε περιπτώσεις περιορισμένων οικονομικών πόρων, που επιβάλλουν ιεράρχηση προτεραιοτήτων και χρονικό προγραμματισμό των δράσεων, η αναβάθμιση του συστήματος θέρμανσης σε πρώτο χρόνο, αφενός μεγιστοποιεί το οικονομικό όφελος και την απόδοση ανά επενδεδυμένο ευρώ, και αφετέρου δεν ακυρώνει οποιαδήποτε μελλοντικά σχέδια αναβάθμισης.