Το καιρικό φαινόμενο Daniel έδειξε με τον πιο τραγικό τρόπο παραλείψεις, ολιγωρίες και κακοτεχνίες δεκαετιών. Τώρα αναρωτιόμαστε τι θα συμβεί αν ένα ανάλογο φαινόμενο «χτυπήσει» την Αττική, όπου αρκετές οδικές αρτηρίες καλύπτονται από το νερό ακόμα και μετά από μέτριες βροχοπτώσεις. Προλαβαίνουν οι ιθύνοντες να κάνουν κάτι και τι μπορεί να είναι αυτό; Μπορεί μια πρόταση του 1997 να αποτελέσει τη λύση του σήμερα;
Άρθρο του κ. Παναγιώτη Σαμπατακάκη* (από την έντυπη έκδοση Οκτωβρίου 2023)
Συνηθίζουμε να περιγράφουμε την ευρύτερη περιοχή των Αθηνών ως «λεκανοπέδιο» εδώ και πολλές δεκαετίες, και κυρίως από την περίοδο που ενοποιήθηκε οικιστικά η πόλη των Αθηνών με τα προάστια.
Η ίδια η κοινωνία έχει διαπιστώσει από μόνη της ότι πολλά και μεγάλα προβλήματα σε αυτή την ευρύτερη περιοχή του λεκανοπεδίου είναι κοινά, όπως και η λύση τους. Ένα από αυτά είναι και τα πλημμυρικά επεισόδια, τα οποία έχει γνωρίσει κατ’ επανάληψη το λεκανοπέδιο, ακόμα και με ανθρώπινες απώλειες σε αρκετές περιπτώσεις.
Εξίσου πολλές είναι οι αντιπλημμυρικές παρεμβάσεις που έχουν πραγματοποιηθεί και πραγματοποιούνται, είτε σε τοπικό (δημοτικό) είτε σε γενικότερο επίπεδο. Το ιστορικό είναι αρκετά μακρύ και ο χώρος δεν το επιτρέπει να αναφερθούν όλα με λεπτομέρεια, για αυτό θα αναφέρουμε τα σημαντικότερα.
Η λεκάνη απορροής του Κηφισού
Το λεκανοπέδιο εκτείνεται από το όρος Αιγάλεω δυτικά, μέχρι τον Υμηττό ανατολικά, και από την Πάρνηθα και την Πεντέλη βόρεια, μέχρι το Φάληρο και το Μοσχάτο νότια, με λεκάνη απορροής του Κηφισού να καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της έκτασής του το οποίο φτάνει τα 390 τετρ. χλμ.
Για να γίνει πιο κατανοητό αυτό από γεωγραφική άποψη, στην ευρύτερη ζώνη της λεκάνης απορροής βρίσκονται οι εξής περιοχές: Δροσιά, Εκάλη, Άγιος Στέφανος, Κηφισιά, Πεντέλη, Χολαργός, Χαλάνδρι, Ψυχικό, Παπάγου, Βαρυμπόμπη, Θρακομακεδόνες, Αχαρνές, νότια Πάρνηθα, Λιόσια, Ίλιον, Άγιοι Ανάργυροι, Λυκόβρυση, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Αμπελόκηποι, Λυκαβηττός – Γκύζη, Εθνικός Κήπος, Πετράλωνα, Μοσχάτο, Περιστέρι, Αιγάλεω, Χαϊδάρι, Αγία Βαρβάρα, Κορυδαλλός, Νίκαια, Φάληρο.
Από πλευράς υδρογραφικού δικτύου, η λεκάνη Κηφισού παρουσιάζει μέχρι και 7ης τάξης ««υδρογραφικούς κλάδους» (Strahler, H – 1962 ), οι οποίοι διασώζονται μόνο στον άνω ρου της λεκάνης, όπου ακόμα δεν έχει επέλθει πλήρης τσιμεντοποίηση. Δηλαδή ανάντη, από το ύψος της Μεταμόρφωσης, με αναφορά στη βασική κοίτη του Κηφισού.
Οι κοίτες των βασικών παραπόταμων, που είναι ο Ποδονίφτης, το Χαϊδαρόρεμα κλπ., έχουν εγκιβωτιστεί στο μεγαλύτερο τμήμα τους, ενώ οι τριτεύοντες και άνω «κλάδοι», δηλαδή μικρότερα υδρορέματα, σε αρκετές περιπτώσεις έχουν μετατραπεί σε οδικό δίκτυο. Και είναι αυτές οι οδικές αρτηρίες που συχνά, μετά από έντονη βροχόπτωση, μετατρέπονται σε προσωρινούς χειμάρρους.
Πιο κάτω, δίνουμε ποσοτικοποιημένα κάποια υδρολογικά μεγέθη αυτής της λεκάνης, έτσι ώστε να γίνει καλύτερα αντιληπτό γιατί οι κάτοικοι διαφόρων περιοχών του λεκανοπεδίου υφίστανται συχνά την ταλαιπωρία των πλημμυρισμένων δρόμων, όχι πάντοτε μετά από έντονες βροχοπτώσεις.
Η μέση υδραυλική κλίση της βασικής κοίτης του Κηφισού δεν ξεπερνά το 4% κατά μέσο όρο. Δηλαδή κατηγοριοποιείται όχι στις ποτάμιες, αλλά στις χειμαρρώδεις απορροές.
Από τα βροχομετρικά δεδομένα των τελευταίων 40 χρόνων, καθώς και από το μέσο ύψος υετού που προκύπτει από τα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας και του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, υπολογίζεται το εξής: Σε περίπτωση βροχόπτωσης διάρκειας δύο ωρών, έντασης 40 mm / ώρα και καθολικού χαρακτήρα, δηλαδή σε όλη την έκταση της λεκάνης, ο όγκος νερού που θα πέσει στην επιφάνεια των 390 km2 θα ξεπεράσει τα 300.000.000m3.
Με δεδομένη την τσιμεντοποίηση, η οποία έχει προκληθεί από τη σταδιακή αστικοποίηση και είναι σήμερα μεγαλύτερη του 68% (ενδεικτικά, το 1945 δεν ξεπερνούσε το 5%), γίνεται αντιληπτό ότι η κατείσδυση ενός μέρους των όμβριων στο φυσικό έδαφος έχει εξασθενίσει σημαντικά.
Αυτό έχει σαν συνέπεια να αυξάνεται ο πλημμυρικός κίνδυνος σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις και όχι μόνο στην περίπτωση του Κηφισού, επειδή:
α) Αυξάνεται ο όγκος των επιφανειακών νερών στη διάρκεια μιας βροχόπτωσης.
β) Μειώνεται ο χρόνος αποστράγγισης.
Και οι δυο αυτοί παράγοντες δημιουργούν συνθήκες μικρότερου «χρόνου συρροής» σε οποιαδήποτε σημείο του αποχετευτικού δικτύου των όμβριων υδάτων, και ειδικότερα στον πρωτεύοντα αγωγό, στην κοίτη του Κηφισού.
Αποχετευτικά δίκτυα και αγωγοί αποστράγγισης
Τα αποχετευτικά δίκτυα στο λεκανοπέδιο έχουν σχεδιαστεί και εκτελεστεί σε διαφορετικές περιόδους και αποσπασματικά. Ο πρώτος εγκιβωτισμός της κοίτης του Κηφισού προς το τέλος της δεκαετίας του 1960 εξασφάλισε παροχετευτική ικανότητα 700 Μ3/sec στο ύψος του Ρέντη.
Στις αρχές του 2000, οι νέες διαμορφώσεις στην κοίτη διπλασίασαν την παροχετευτική ικανότητα σε 1.400 Μ3/sec. Παρ’ όλα αυτά, στη διάρκεια έντονων επεισοδίων βροχόπτωσης, μπορεί η κοίτη του Κηφισού να μην πλημμυρίζει λόγω της μετατροπής της σε αυτοκινητόδρομο, όμως οι δευτερεύοντες και τριτεύοντες αγωγοί όμβριων υδάτων, οι οποίοι αναπτύσσονται στα επιμέρους οικοδομικά συγκροτήματα των Δήμων, δεν έχουν την ικανότητα να αποστραγγίσουν τα όμβρια, με αποτέλεσμα οι οδικές αρτηρίες να μετατρέπονται σε προσωρινούς αγωγούς αποστράγγισης. Σε αρκετές περιπτώσεις, τα πολύ συχνά φαινόμενα ανάβλυσης νερών από τα φρεάτια όμβριων στη διάρκεια έντονης βροχόπτωσης δεν οφείλονται σε εμφράξεις, αλλά στη μικρή παροχετευτική ικανότητα των αγωγών.
Σε περίπτωση που υπάρξει μια καθολική βροχόπτωση σε όλο το εύρος της λεκάνης απορροής του Κηφισού, με την ένταση και τη διάρκεια της βροχόπτωσης του Νοέμβρη του 1977, είναι βέβαιο ότι οι περιοχές που βρίσκονται κυρίως στη χαμηλή ζώνη, θα δοκιμαστούν έντονα και σε απρόβλεπτο βαθμό.
Η αποσπασματικότητα των τεχνικών παρεμβάσεων στα δευτερεύοντα και τριτεύοντα δίκτυα δεν αποτελεί συνολική λύση για την αντιμετώπιση των πλημμυρικών φαινομένων στα οδοστρώματα οδικών αρτηριών, ακόμα και στο κέντρο της Αθήνας. Από την άλλη, μια εκ βάθρων ανακατασκευή του δικτύου αποχέτευσης είναι αδύνατη, λόγω της αστικής δόμησης.
Λύση ένα «by pass»
Επομένως, η λύση πρέπει να αναζητηθεί στη δημιουργία ενός «by pass» στο ύψος της Μεταμόρφωσης, μέσω του οποίου το 1/3 της λεκάνης απορροής του Κηφισού θα διοχετευτεί δυτικά στη λεκάνη του ρέματος της Γιαννούλας, και θα εκφορτίζει στο ύψος της Χαλυβουργικής.
Αυτή η πρόταση έχει διατυπωθεί ήδη από το Απρίλιο του 1997 στη Διεθνή Συνδιάσκεψη «City And Water – Pireus» (P. Sabatakakis), και θα μπορούσε να είχε υιοθετηθεί και να είχε υλοποιηθεί παράλληλα με το περιφερειακό οδικό δίκτυο της Αττικής. Δυστυχώς όμως δεν υιοθετήθηκε, και σήμερα καθίσταται πολύ πιο δύσκολη η υλοποίησή της.
Σήμερα θεωρούμε ότι είναι μονόδρομος η κατασκευή σήραγγας εκτόνωσης ενός σημαντικού μέρους των επιφανειακών νερών της κοίτης του Κηφισού, ως μόνος τρόπος θωράκισης έναντι των έντονων βροχοπτώσεων. Η κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων τοπικής κλίμακας δεν φαίνεται να είναι αποτελεσματική. Υδρολογικά συστήματα όπως είναι η λεκάνη του Κηφισού απαιτούν ενιαίο σύστημα υποδομών και συνολικό σχεδιασμό αντιπλημμυρικών έργων, όπως είναι φυσιογραφικά ενιαίο και το υδροσύστημα.
*Ο κ. Παναγιώτης Σαμπατακάκης είναι δρ. υδρογεωλογίας, διευθυντής Υδατικών Πόρων και Γεωθερμίας της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΑΓΜΕ).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
- Σαμπατακάκης Π. (1997): «Οι αιτίες των πλημμυρικών φαινομένων και δυνατότητες αποτροπής των στη Λεκάνη του Κηφισού Αττικής», City and Water 3rd International Conference, Piraeus March 1997
- Strahler A.N. 1969: «Physical Geografy», Ed. Wiley and Sons , Inc., New York.