Κυριακή, 19 Οκτωβρίου, 2025

ΑρχικήΣυνεντεύξειςΒασίλης Γιωτόπουλος: «Εμπορική δικαιοσύνη» και μεταχρονολογημένες επιταγές»

Βασίλης Γιωτόπουλος: «Εμπορική δικαιοσύνη» και μεταχρονολογημένες επιταγές»

Σε πληθώρα συναλλαγών, και ιδίως στις εμπορικές συναλλαγές, έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται, ως μέσο πίστωσης, η μεταχρονολογημένη επιταγή. Η πίστωση, που συνομολογείται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη για το εκάστοτε χρονικό διάστημα, συνοδεύεται στις μέρες μας σχεδόν πάντοτε και με την έκδοση από τον οφειλέτη μίας επιταγής, που «λήγει» στο αντίστοιχο χρονικό σημείο, στο οποίο λήγει και η πίστωση.

Μία προσεκτική ωστόσο μελέτη του Δικαίου των Αξιογράφων μάς δείχνει ότι η ενέργεια έκδοσης μεταχρονολογημένης επιταγής κρύβει πολλούς κινδύνους, τόσο για τον εκδότη-οφειλέτη όσο και για τον κομιστή-δανειστή, στην περίπτωση βέβαια που απέναντι τίθεται ένας κακόπιστος συναλλασσόμενος.

Αφορμή να μοιραστώ αυτές τις σκέψεις μου μαζί σας είναι οι ατέρμονες συζητήσεις με φίλους και συνεργάτες για την πανδημία του κορονοϊού και την απόφαση της κυβέρνησης να παρατείνει την εξόφληση των μεταχρονολογημένων επιταγών κατά 75 ημέρες.

Το κεντρικό θέμα δηλαδή είναι αν θα πρέπει επιτέλους να καταργηθούν ή όχι οι μεταχρονολογημένες επιταγές. Θυμάμαι τα μέσα της δεκαετίας του ’80, που πρωτοξεκίνησα να δουλεύω με αντιπροσωπίες τροφίμων στην Πελοπόννησο. Μετά τη διανομή των προϊόντων στους πελάτες, το άγχος μου ήταν να πάρω την επιταγή εξόφλησης της προηγούμενης παράδοσης. Κατά κανόνα τις 22 παίρναμε και τις θεωρούσαμε «χρήμα». Όταν δεν πληρωνόταν η επιταγή, συνήθως με συνεννόηση και αμοιβαίες υποχωρήσεις ξεπερνιούνταν οι δυσκολίες.

Ας μην ξεχνάμε ότι ζούσαμε χρυσές εποχές τότε, και ξεχνούσαμε εύκολα… Από τη δεκαετία του ’90 άρχισε η «μόδα» της έμμεσης χρηματοδότησης και του δανεισμού από τις τράπεζες μέσω αυτών των επιταγών. Από τη μία, οι τράπεζες βρήκαν έναν εύκολο και προσοδοφόρο τρόπο δανεισμού και κέρδιζαν από τους τόκους, μια και είχαν μηδενικό ρίσκο. Αν η επιταγή δεν πληρωνόταν στην ώρα της, επιστρεφόταν στον πελάτη για τις περαιτέρω χρονοβόρες και αμφιβόλου αποτελέσματος νομικές ενέργειες. Άλλωστε είπαμε: το ρίσκο είναι του πελάτη.

Από την άλλη, ο εκάστοτε πελάτης της τράπεζας αλλά και δικός μας (του εκάστοτε προμηθευτή εννοώ), έγινε μέσα σε μία νύχτα (για τη δεκαετία του ’90 μιλάμε…) οιονεί Τράπεζα της Ελλάδος. Ενώ οι παράνομοι παραχαράκτες ίδρωναν να κατασκευάσουν «γνήσια» πεντοχίλιαρα και δεκαχίλιαρα, ο πελάτης μας πήρε δωρεάν το δυσεύρετο τραπεζικό «μαγικό» χαρτί. Και «ω του θαύματος»! Με μιας λύθηκαν όλα τα προβλήματά του.

Το καθημερινό άγχος και ο αγώνας του για εξεύρεση χρήματος –και μάλιστα φθηνού– εξέλιπε! Η εμπορική πίστη, που πάνω της στηρίχθηκε κάποτε η δημιουργία της επιταγής, τη μετάλλαξε σε πυρηνική βόμβα. Γιατί, βεβαίως, αν έχεις το μέλι δίπλα σου, θέλεις να το δοκιμάσεις.

Ακόμα και ο καλοπροαίρετος εκδότης μιας επιταγής, όταν συναντήσει δυσκολίες, ή θα αγοράσει παραπάνω και θα βάλει λίγο μεγαλύτερο ποσό στην επιταγή από αυτό που αντέχει η τσέπη του, ή θα την «τραβήξει» χρονικά λίγο παραπάνω. Άλλωστε, όπως είπαμε, σε μία νύχτα έγινε τραπεζίτης. Δεν είχε να χάσει τίποτα. Έτσι τουλάχιστον πίστευε. Η στρέβλωση και η «φούσκα» της αγοράς άρχιζε σιγά σιγά να μεγαλώνει… Τα ακράδαντα επιχειρήματα «ο τάδε προμηθευτής, μου δίνει x% περισσότερη έκπτωση, ή ο δείνα περισσότερες ψ ημέρες στην επιταγή» αντηχούν σαν εφιάλτης σε όλους ανεξαιρέτως τους προμηθευτές. Στο τέλος, ο δύσμοιρος προμηθευτής σχεδόν πάντα υποχωρούσε.

Βέβαια πολλοί από εμάς είναι και πελάτες και προμηθευτές, και αναλόγως σε ποια θέση είναι κάθε φορά, χρησιμοποιούμε και τα ανάλογα επιχειρήματα, προσπαθώντας πάντα τελικά να κοροϊδέψουμε τους εαυτούς μας.

«Τελικά τι θέλεις; με ρωτάνε. Να μην υπάρχει χρηματοδότηση; Να είναι όλα τα υπόλοιπα ανοιχτά και ανασφάλιστα; Να μην έχουμε τη διασφάλιση της επιταγής, που η μη πληρωμή της είναι και ποινικό αδίκημα;».

Εύλογα τα ερωτήματα, και σε μία οικονομία με κανόνες και ομαλή ροή, όλα τα παραπάνω θα είχαν λυθεί εύκολα. Δυστυχώς, όμως, στη ζωή και στην οικονομία εν γένει δεν είναι έτσι. Οι αστάθμητοι παράγοντες κάθε φορά καθορίζουν τις εμπορικές και πιστωτικές μας πολιτικές. Έχουμε ζήσει καταστάσεις οι οποίες αλλάζουν συνεχώς και άρδην τα οικονομικά μας δεδομένα, και μάλιστα τα παγκόσμια.

Τι να πρωτοθυμηθώ: τη φούσκα το 1999 του χρηματιστηρίου, την οικονομική ανάπτυξη των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, την παγκόσμια χρηματιστηριακή απότομη αύξηση των μετάλλων, εν συνεχεία την οικοδομική καθίζηση στη χώρα μας, την παγκόσμια οικονομική κρίση που ξεκίνησε το 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers, την εν συνεχεία χρεοκοπία της χώρα μας με τα 10-ετή μνημόνια και, τώρα, την εποχή του κορονοϊού…

Σε όλες αυτές τις έκτακτες καταστάσεις (όπως και στη ζωή), δυστυχώς δεν έπαιρνε ο καθένας ό,τι του άξιζε. Αυτός που πάντα την πλήρωνε περισσότερο απ’ ό,τι του αναλογούσε ήταν ο αρχικός παραγωγός – βιοτέχνης – προμηθευτής, που είχε την ατυχία να είναι «οικονομικά εκτεθειμένος την κακιά στιγμή» στους αδύναμους κρίκους της εμπορικής του αλυσίδας.

Κατά ένα μαγικό τρόπο, η πυραμίδα της δικαιοσύνης σταματούσε πάντα στον αρχικό παραγωγό – κατασκευαστή – εισαγωγέα – χονδρέμπορο – προμηθευτή, όπως και να ονομάζεται αυτός. Στη θέση του φανταστείτε ο καθένας σας τον οικονομικά ισχυρότερο της εκάστοτε οικονομικής εμπορικής αλυσίδας, για να είμαστε ειλικρινείς. Πάνω από αυτόν πάντα όμως, οι σφραγισμένες μεταχρονολογημένες επιταγές και οι τράπεζες… Αυτός πάντα αναγκασμένος να χρηματοδοτεί τους πελάτες του, ή αν δεν χρηματοδοτηθεί από τις τράπεζες, να κλείσει. Ο νοών νοείτω. Αυτή λοιπόν η –σαν ημιτονοειδής συνάρτηση– χρονική κίνηση των μεταχρονολογημένων επιταγών, εξελίσσεται ακριβώς η ίδια πάλι και σήμερα. Είναι σαν να βλέπουμε και να συζητάμε ακριβώς τα ίδια που λέγαμε πριν 10-15 χρόνια, απλά έχουν αλλάξει τα οικονομικά δεδομένα.

«Εβδομήντα πέντε ημέρες πίσω όλες οι επιταγές» είπε η κυβέρνηση!

Θα ρωτήσω εγώ τώρα:

  • Τελικά τι θέλουμε; Μια από τα ίδια;
  • Ποιος θα πληρώσει τις βιομηχανίες να πάρουν πρώτες ύλες από το εξωτερικό;
  • Ποιος θα πληρώσει τις βιοτεχνίες που χρωστάνε στις βιομηχανίες;
  • Ποιος θα πληρώσει τον εισαγωγέα που δεν τον φορτώνουν από το εξωτερικό οι παραγωγοί;
  • Ποιος θα πληρώσει τον χονδρέμπορο που δεν τον ξαναφορτώνουν οι εισαγωγικές εταιρείες;
  • Ποιος θα πληρώσει τον μικροέμπορο που δεν τον ξαναφορτώνουν οι χονδρέμποροι;
  • Ποιος θα πληρώσει τα καταστήματα που δεν τα ξαναφορτώνουν οι μικροέμποροι;
  • Ποιος θα πληρώσει τις τεχνικές εταιρείες και τους τεχνίτες για να πληρώσουν και να προμηθευτούν ξανά υλικά;

Ξέρω, σας κούρασα, αλλά μου θυμίζει την «κολοκυθιά» που παίζαμε μικροί. Μήπως τελικά όλοι έχουν δίκιο; Αν θέλουμε δικαιοσύνη, δεν έχουν όλοι δίκιο. Για να βρούμε τη δικαιοσύνη, θα πρέπει να ορίζουμε κανόνες, και όλοι θα έχουμε και τις ανάλογες επιπτώσεις των πράξεών μας. Δεν μπορεί να μου επιτρέπει το κράτος τελικά να «διακινώ» –ή χειρότερα να «εκδίδω»– χρήμα που δεν έχω, ή που θεωρώ ότι μελλοντικά θα έχω, χωρίς άμεσες επιπτώσεις! Και λέω «άμεσες», γιατί και από προσωπική εμπειρία γνωρίζω –όπως και οι περισσότεροι– ότι μία ακάλυπτη επιταγή μπορεί να τελεσιδικήσει μετά από 6-8 χρόνια δικαστικών περιπετειών… Και εννοείται ότι θα τελεσιδικήσει χωρίς να πάρεις τα χρήματά σου στις περισσότερες περιπτώσεις, και με τη φυλάκιση του εκδότη για κάποιους μήνες με αναστολή. Δεν μπορεί το κράτος να δίνει παράταση 75 ημερών σε επιταγές από λήξεως 30 Μαρτίου! Δηλαδή, αυτός που έκοψε την επιταγή για 30 Μαρτίου – στην καλύτερη των περιπτώσεων τέλη 2019– θεωρούσε ότι τέλος Μαρτίου δεν μπορούσε να την πληρώσει; Μεταξύ μας, η αγορά μέχρι 15-20 Μαρτίου καλά πήγαινε.

Ας έδινε ο υπουργός παράταση για τις επιταγές λήξεως από 30/4 έως 31/5. Βέβαια, το μεγαλύτερο μέρος των επιταγών λήξεως 31/3 πληρώθηκε σε ποσοστό άνω του 85%· οι επιταγές λήξεως 30/4 πληρώθηκαν περίπου σε ποσοστό 50-60%, και για τις επιταγές λήξεως 31/5 οψόμεθα! Βέβαια, για να μη δημιουργηθεί όλη αυτή η κατάσταση με τις επιταγές, τις τράπεζες, τις αντεγκλήσεις μεταξύ προμηθευτών και πελατών, τη διατάραξη του cash flow των εταιρειών, μια άλλη πρόταση θα μπορούσε να ήταν η εξής:

Για όσες επιταγές δεν πληρωθούν κανονικά στην ώρα τους από 31/3 – 31/5 2020, ο εκδόσας τις επιταγές να δικαιούνταν από τις τράπεζες ισόποση άτοκη χρηματοδότηση (εξετάζοντας το πιστωτικό του προφίλ), και το ποσό αυτό να εξοφλεί αυτόματα τα τιμολόγια που αντιπροσωπεύουν τις επιταγές που δεν πληρώθηκαν.

Έτσι, ούτε αντεγκλήσεις μεταξύ πελατών προμηθευτών θα είχαμε (δεν θα είχε δικαιολογία να πει ο εκδόσας «δεν έχω να πληρώσω»), ούτε ο προμηθευτής με τις απλήρωτες επιταγές θα βρίσκονταν εκτεθειμένος απέναντι σε εργοστάσια και προμηθευτές εξωτερικού που δεν θα μπορούσε να πληρώσει, ούτε θα υπήρχαν χρονοβόρες διαδικασίες με τις τράπεζες, ούτε τίποτα. Αλλά δεν μιλάμε για τους πολλούς και τίμιους, αλλά για τους λίγους και πονηρούς ή «μπαταχτσήδες»…

Δεν μπορεί το παιχνίδι να είναι στημένο και να κερδίζουν μόνιμα στις δύσκολες καταστάσεις αυτοί που θα έπρεπε να «φύγουν» από την αγορά. Το «ακράδαντο» επιχείρημα αυτών των λίγων –που τελικά χαλάνε όλη την αγορά– «τόσα χρόνια σου έχω δώσει εκατομμύρια…» αντικρούεται κατ’ εμέ από το: «τόσα χρόνια και εγώ σου δίνω ανοιχτά τα εμπορεύματά μου, από τα οποία ζεις, κερδίζεις ή χάνεις, επενδύεις ή κακοδιαχειρίζεσαι….».

Το ρίσκο ή την ατυχία θα πρέπει να το μοιραστούμε ο καθένας ανάλογα με τις επιχειρηματικές επιλογές του. Αν πρόκειται για ατυχία, μπορεί να την κατανοεί ο προμηθευτής. Αλλά τι γίνεται αν δεν «αντέχει» να βοηθήσει; Θα πρέπει και αυτός να καταστραφεί; Όχι! Γι’ αυτό χρειάζονται τα σωστά χρηματοδοτικά εργαλεία και οι δικλίδες ασφαλείας.

Πρέπει η εμπορική σχέση να είναι winwin. Μην νομίζετε, λοιπόν, ότι είμαι κατά της χρηματοδότησης… Ανάπτυξη χωρίς ρίσκο, χωρίς χρηματοδότηση και δανεισμό, δεν γίνεται. Απλά θεωρώ ότι αυτός ο τρόπος με τις μεταχρονολογημένες επιταγές είναι στημένα λάθος. Ωραίες οι διαπιστώσεις, αλλά ας έρθουμε και στις προτάσεις.

Μπορεί να στηθεί ένα αναπτυξιακό, χρηματοδοτικό μοντέλο ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, ιδίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, χωρίς τις μεταχρονολογημένες επιταγές;

Μερικές σκέψεις μου, που ίσως χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας από τους ειδικούς και σίγουρα έχουν ξανακουστεί στο παρελθόν, είναι οι εξής:

  • 1. Κοινή τραπεζική ηλεκτρονική πλατφόρμα οικονομικών στοιχείων, για αποτελεσματικότερη και γρηγορότερη αξιολόγηση των πελατών.
  • 2. Η «μόδα» των τελευταίων ετών να ανεβάζουν οι ανώνυμες εταιρείες στο ΓΕΜΗ τους ισολογισμούς του προηγούμενου έτους, 10-12 μήνες μετά και μάλιστα χωρίς σοβαρές συνέπειες αν δεν το κάνουν, δεν βοηθά κανέναν. Θα πρέπει διά νόμου στις 30/6 να είναι όλοι αναρτημένοι.
  • 3. Οι τράπεζες θα πρέπει να ορίζουν το ανώτατο πιστωτικό όριο-πλαφόν για εξόφληση τιμολογίων εσωτερικού και να εκδίδουν «ηλεκτρονικές επιταγές» κάθε πελάτη, κάτι το οποίο θα πρέπει να αναθεωρούν ετησίως, μετά την υποχρεωτική προς αυτές κοινοποίηση των λογιστικών καταστάσεων του παρελθόντος έτους.
  • 4. Ανάπτυξη χρηματοδοτικών εργαλείων όπως είναι η χρήση του factoring (με δικαίωμα αναγωγής ή χωρίς) σε μικρότερες επιχειρήσεις, και του forfaiting για εξαγωγικές εταιρείες.
  • 5. Χρήση ασφαλειών πιστώσεων ειδικά διαμορφωμένων για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
  • 6. Ηλεκτρονική έκδοση τιμολογίων με κοινοποίησή τους στις τράπεζες.

Σίγουρα γίνονται δειλά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση· αλλά μαζί με πολλές άλλες ακόμα προτάσεις, θεωρώ ότι θα πρέπει η πολιτεία, σε συνεργασία με τις τράπεζες και τα αρμόδια επιμελητήρια της χώρας, μαζί με τις αρμόδιες εμπορικές κλαδικές ενώσεις, να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να δημιουργήσουν άμεσα το νέο επιχειρηματικό κανονιστικό πλαίσιο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του αύριο.

Τα οφέλη θα είναι τεράστια. Θα μειωθεί η φοροδιαφυγή, θα αυξηθούν τα κρατικά έσοδα, θα μειωθούν τα λειτουργικά κόστη των επιχειρήσεων, θα μειωθούν οι επισφάλειες, θα γίνουν ανταγωνιστικότερες οι εταιρείες στο εξαγωγικό τους κομμάτι. Και το κυριότερο: Θα εμπεδωθεί σταδιακά ένα αίσθημα «εμπορικής δικαιοσύνης» στον επιχειρηματικό κόσμο, το οποίο θα περάσει σιγά σιγά και στις επόμενες γενιές. Και η δημιουργία κουλτούρας είναι το δυσκολότερο…

  • Ο Βασίλης Γιωτόπουλος είναι διευθυντής Πωλήσεων Ελλάδος ΕΛΒΑΛ ΧΑΛΚΟΡ Α.Ε Τομέα χαλκού και πρόεδρος ΕΝΕ.ΕΠΙ.Θ.Ε.
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ