Η ποιότητα του νερού εξαρτάται από τους υδάτινους πόρους της εκάστοτε περιοχής· και εάν είναι κακής ποιότητας, παρουσιάζονται προβλήματα σε συσκευές αλλά και στον οργανισμό μας.
Γράφει ο κ. Αλέξανδρος Μαχαίρας*
Το νερό είναι το σημαντικότερο αγαθό στη ζωή μας. Αποτελεί πηγή ζωής και απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαβίωση. Το δίκτυο της ύδρευσης είναι το σημαντικότερο σε ένα κτίριο, και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να χαρακτηριστεί μία κτιριακή εγκατάσταση κατοικήσιμη.
Στο νερό πάντοτε υπάρχουν διαλυμένα στερεά διαφόρων ειδών. Ύστερα από πολυετή έρευνα, έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση συγκεκριμένα όρια περιεκτικότητας για τα περισσότερα από αυτά, προκειμένου να χαρακτηριστεί το νερό τροφοδοσίας των κτιρίων ανά περιοχή ως κατάλληλο για πόση και μαγείρεμα.
Ο καλύτερος τρόπος να διαπιστώσουμε την ποιότητα του νερού της περιοχής μας είναι η αποστολή δείγματος και η χημική ανάλυση σε εξειδικευμένα χημικά εργαστήρια, όπου εξετάζεται η παρουσία των διαλυμένων στερεών στο νερό και καθορίζεται εάν η περιεκτικότητα σε αυτά βρίσκεται εντός των ορίων της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Παράμετροι ποιότητας
Μερικές χαρακτηριστικές παράμετροι που μπορούν να καθορίσουν την ποιότητα του νερού, ώστε αυτό να χαρακτηριστεί πόσιμο ή όχι, είναι οι ακόλουθες:
- Το pH που καθορίζει πόσο όξινο ή αλκαλικό είναι το νερό.
- Η σκληρότητα, η οποία καθορίζεται από την παρουσία αλάτων.
- Τα νιτρικά, τα νιτρώδη και τα θειούχα στοιχεία, που δεν πρέπει να ξεπερνάνε κάποια συγκεκριμένα όρια.
- Ο σίδηρος, το μαγνήσιο και το μαγγάνιο
- Τα βαρέα μέταλλα όπως είναι ο μόλυβδος και το εξασθενές χρώμιο, τα οποία έχουν πολύ συγκεκριμένα επιτρεπτά όρια, διότι μπορούν να αποδειχθούν καρκινογόνα για τον ανθρώπινο οργανισμό.
- Η παρουσία ιών και βακτηρίων στο νερό.
Το δίκτυο της ύδρευσης σε ένα κτίριο τροφοδοτείται από νερό, του οποίου η ποιότητα καθορίζεται από τους υδάτινους πόρους της περιοχής στην οποία βρίσκεται αυτό. Φυσικό επακόλουθο αυτού είναι ότι η χημική σύσταση του νερού –και κατ’ επέκταση η ποιότητά του– ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή.
Έτσι, κοντά σε μεγάλες πόλεις υπάρχουν σταθμοί διύλισης, χλωρίωσης και κεντρικής επεξεργασίας του νερού που τροφοδοτεί το δίκτυο της πόλης και κατ’ επέκταση τα κτίριά της και το οποίο χαρακτηρίζεται ως νερό δικτύου πόλεως, το οποίο, σε πολλές περιπτώσεις, προτείνεται για πόση και μαγείρεμα.
Σε περιοχές όπου δεν υπάρχει κεντρικός σταθμός επεξεργασίας, όπως είναι απομονωμένα χωριά και νησιά, το νερό τροφοδοσίας προέρχεται από τοπικές γεωτρήσεις ή από πηγές. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η χημική σύσταση του νερού καθορίζεται από τα σημεία απ’ τα οποία περνάει.
Για παράδειγμα σε γεωτρήσεις μπορεί να υπάρχει μεγάλη περιεκτικότητα σε νιτρικά, νιτρώδη ή θειούχα στοιχεία, όταν το νερό του υπεδάφους περνάει από σημεία στα οποία υπάρχουν καλλιέργειες. Η παρουσία αυτών των στοιχείων στο νερό του υπεδάφους προέρχεται από τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται στις καλλιέργειες.
Επίσης, το νερό γεωτρήσεως μπορεί να περιέχει και βακτήρια όταν περνάει κάτω από κτηνοτροφικές ή πτηνοτροφικές μονάδες, ενώ στα νησιά, όταν η γεώτρηση βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, σε πολλές περιπτώσεις το γλυκό νερό αναμειγνύεται με το θαλασσινό, ειδικά κατά τους μήνες του καλοκαιριού κατά τους οποίους υπάρχει έντονη χρήση του δικτύου λόγω τουρισμού.
Τα τελευταία χρόνια, σε πολλά νησιά, εγκαθίστανται κεντρικά συστήματα αφαλάτωσης και μεγάλες βιομηχανικές μονάδες αντίστροφης ώσμωσης, οι οποίες τροφοδοτούνται με θαλασσινό νερό και το επεξεργάζονται, καθιστώντας το κατάλληλο για χρήση στις οικίες.
Προβλήματα
Σε ορισμένες περιοχές μπορεί το νερό να χαρακτηριστεί μέτριας ή κακής ποιότητας, τόσο για χρήση όσο και για πόση. Τα πιο συχνά προβλήματα που συναντάμε σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τα ακόλουθα:
- Η παρουσία επικαθίσεων αλάτων στις σωληνώσεις, στις μπαταρίες των βρύσεων, στις αντιστάσεις των πλυντηρίων, στους θερμοσίφωνες και στις συσκευές του δικτύου, καθώς και οι λεκέδες από άλατα στα πλακάκια του μπάνιου και στα σκεύη. Αυτό οφείλεται στην υψηλή σκληρότητα νερών γεωτρήσεως.
- Η υψηλή περιεκτικότητα σε βλαπτικά στοιχεία για τον οργανισμό, όπως είναι τα νιτρικά, τα νιτρώδη, τα θειούχα, τα χλωριούχα και τα βαρέα μέταλλα. Όταν η περιεκτικότητα τέτοιων στοιχείων στο νερό ξεπερνάει τα όρια που έχουν τεθεί από το ευρωπαϊκό νομοθετικό πλαίσιο, το νερό χαρακτηρίζεται ακατάλληλο για πόση και για μαγείρεμα.
- Η παρουσία ιών και βακτηριακού φορτίου στο νερό, που επίσης το καθιστά ακατάλληλο για πόση και μαγείρεμα. Η παρουσία αυτή μπορεί να οφείλεται και σε άλλους παράγοντες πέραν της αρχικής πηγής τροφοδοσίας, όπως είναι η ενδιάμεση αποθήκευση σε δεξαμενές εκτεθειμένες στον ήλιο.
- Η υψηλή διαβρωτικότητα του νερού, η οποία εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, όπως είναι τα επίπεδα της σκληρότητας, το pH και η αγωγιμότητα του νερού. Υψηλής διαβρωτικότητας νερά παρουσιάζονται κυρίως στα νησιά ή σε παραλιακές περιοχές όταν το νερό τροφοδοσίας προέρχεται από συστήματα αφαλάτωσης, όπου το παραγόμενο νερό είναι ακόρεστο και τείνει να διαβρώνει μεταλλικά στοιχεία και συσκευές στα οικιακά δίκτυα, προκαλώντας κοστοβόρες φθορές σε αυτά.
- Η έντονη παρουσία χλωρίου και των παραπροϊόντων αυτού, όταν το νερό χλωριώνεται σε κεντρικούς σταθμούς επεξεργασίας για να τροφοδοτεί δίκτυα πόλεων. Η παρουσία του χλωρίου στο νερό εξασφαλίζει την απουσία βακτηρίων σε αυτό, αλλά σε μακροχρόνια βάση είναι βλαπτικό για τον οργανισμό όταν το πίνουμε. Επίσης πολλές φορές η γεύση του νερού αλλοιώνεται σημαντικά και δεν είναι ευχάριστη.
*Ο κ. Αλέξανδρος Μαχαίρας είναι μηχανολόγος μηχανικός Ε.Μ.Π., M.B.A. University of Indianapolis, υπεύθυνος τεχνικής υποστήριξης και προώθησης προϊόντων στην Dimco.