Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί πρόταση αναθεώρησης της Οδηγίας 91/271 για τα λύματα, η οποία πρόταση συνεπάγεται σοβαρές πρόσθετες επενδύσεις και αλλαγές.
Άρθρο του κ. Ανδρέα Ανδρεαδάκη* (έντυπο τεύχος Ιανουαρίου 2023)
Η διαχείριση των υγρών αστικών αποβλήτων (λυμάτων) διέπεται από την Οδηγία 91/271. Η Οδηγία 91/271/ΕΟΚ «για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων», όπως αυτή τροποποιήθηκε με την Οδηγία 98/15/ΕΕ, αφορά τη συλλογή, επεξεργασία και διάθεση των αστικών λυμάτων και των υγρών αποβλήτων από ορισμένους βιομηχανικούς κλάδους, και αποτελεί ένα από τα βασικά κεφάλαια της περιβαλλοντικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η συγκεκριμένη Οδηγία:
- Ορίζει την ελάχιστη αναγκαία τεχνική υποδομή σε δίκτυα αποχέτευσης και εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων, υποδομή που πρέπει να διαθέτουν οι πόλεις και οι οικισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάλογα με τον ισοδύναμο πληθυσμό και τον αποδέκτη των επεξεργασμένων λυμάτων.
- Διακρίνει τους υδάτινους αποδέκτες, στους οποίους καταλήγουν τα αστικά λύματα, σε τρεις κατηγορίες: σε κανονικούς, ευαίσθητους και λιγότερο ευαίσθητους.
- Καθορίζει τα ανώτατα επιτρεπτά όρια των ποιοτικών χαρακτηριστικών των επεξεργασμένων λυμάτων που πρέπει να επιτυγχάνονται στις εκροές των εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων.
- Προβλέπει συγκεκριμένα χρονικά όρια μέσα στα οποία οι οικισμοί που εμπίπτουν στις διατάξεις της οφείλουν να ολοκληρώσουν την απαιτούμενη σε κάθε περίπτωση υποδομή συλλογής, επεξεργασίας και διάθεσης των αστικών τους λυμάτων.
- Καθορίζει εν γένει ως ελάχιστη απαιτούμενη επεξεργασία τη δευτεροβάθμια. Για περιπτώσεις όμως απόρριψης λυμάτων σε ευαίσθητες περιοχές επιβάλλεται η τριτοβάθμια επεξεργασία με απομάκρυνση του αζώτου και του φωσφόρου σε επαρκή βαθμό.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας τριακονταετίας, με συντονισμένη προσπάθεια και αξιοποιώντας κοινοτικά κονδύλια, παρατηρήθηκε μια έντονη δραστηριότητα στον τομέα της διαχείρισης των αστικών λυμάτων, τόσο στη χώρα μας όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενδεικτικά, για τους οικισμούς με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, οι υφιστάμενες υποδομές σε δίκτυα αποχέτευσης και εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων καλύπτουν πάνω από το 80% των οικισμών και 95% του αντίστοιχου ισοδύναμου πληθυσμού, ενώ σχετικά περιορισμένο παραμένει το ποσοστό των μικρότερων οικισμών –με ισοδυνάμους κατοίκους [ι.κ.] 2.000 – 10.000– που εξυπηρετείται από δίκτυα αποχέτευσης και εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων. Το συγκεκριμένο ποσοστό κυμαίνεται περίπου στο 40-50%, τόσο σε όρους αριθμού οικισμών όσο και σε όρους εξυπηρετούμενου πληθυσμού.
Μετά από 30 χρόνια εφαρμογής της Οδηγίας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προωθεί πρόταση αναθεώρηση της Οδηγίας, την οποία έχει θέσει σε διαβούλευση.
Η νέα πρόταση συνεπάγεται σοβαρές πρόσθετες επενδύσεις και αλλαγές, οι οποίες για το λόγο αυτό θα πρέπει να είναι απόλυτα τεκμηριωμένες και ρεαλιστικές, κάτι που σε ορισμένες περιπτώσεις δεν διαφαίνεται. Στη συνέχεια του άρθρου παρατίθενται συνοπτικά οι κυριότερες από τις απαιτούμενες επεμβάσεις και επιχειρείται η επισήμανση των σημαντικότερων αδυναμιών.
Επέκταση του πεδίου εφαρμογής
Η υφιστάμενη Οδηγία επιβάλλει την κατασκευή δικτύων και κεντρικών μονάδων επεξεργασίας σε οικισμούς με άνω των 2.000 ισοδύναμων κατοίκων. Η εμπειρία έχει δείξει ότι σε αρκετές τέτοιες περιπτώσεις, λόγω του αυξημένου κόστους των δικτύων, οι λύσεις είναι οικονομικά δυσβάστακτες, με συνέπεια ο βαθμός συμμόρφωσης με την απαίτηση αυτή να είναι σχετικά χαμηλός, της τάξης του 40-50%. Υπάρχει δηλαδή ακόμα ένας αξιόλογος αριθμός οικισμών στους οποίους απαιτείται η κατασκευή δικτύων.
Με την υπό διαμόρφωση νέα Οδηγία η ίδια απαίτηση επεκτείνεται για οικισμούς με ισοδύναμους κατοίκους άνω των 1.000 και μάλιστα με κανόνες προσδιορισμού των οικισμών αυτών που εντάσσουν στην κατηγορία αυτή αραιοκατοικημένους οικισμούς (1 κάτοικο ανά στρέμμα), κάτι που καθιστά την κατασκευή δικτύων ακόμα πιο δαπανηρή.
Ιδιωτικά συστήματα επεξεργασίας
Η λύση των ιδιωτικών συστημάτων επεξεργασίας (χωρίς δίκτυα) για τις περιπτώσεις αυτές εξακολουθεί να είναι ελκυστική, καθώς μειώνει τα κόστη αλλά και τις ενεργειακές καταναλώσεις (π.χ. λόγω ενδεχόμενων αντλήσεων), και θα πρέπει να επανεξετασθεί.
Με την αναθεώρηση της Οδηγίας επιχειρείται η αποσαφήνιση του όρου «ιδιωτικά συστήματα επεξεργασίας». Στην υφιστάμενη Οδηγία τα συστήματα αυτά ορίζονται ως συστήματα που επιτυγχάνουν τον ίδιο βαθμό επεξεργασίας με τα κεντρικά συστήματα συλλογής – επεξεργασίας. Στην αναθεώρηση ορίζονται ως συστήματα που επιτυγχάνουν τουλάχιστον δευτεροβάθμια επεξεργασία. Η νέα αυτή διατύπωση ευνοεί καινοτόμα υψηλής τεχνολογίας μικρά συστήματα, αλλά παραβλέπει τη δυνατότητα απλούστερων συστημάτων να επιτυγχάνουν εξίσου ευνοϊκά αποτελέσματα αξιοποιώντας φυσικές διεργασίες και την ικανότητα καθαρισμού μέσω του εδάφους.
Εξάλλου, η συστηματική παρακολούθηση της λειτουργίας των μικρών συστημάτων και η πιστοποίηση επίτευξης δευτεροβάθμιας επεξεργασίας συναντούν προβλήματα όχι μόνο λόγω του μεγάλου πλήθους των μονάδων αλλά και για οργανωτικούς και νομικούς λόγους. Οι σχετικές προθεσμίες είναι το 2030.
Τριτοβάθμια επεξεργασία
Η υφιστάμενη Οδηγία επιβάλλει, πέραν της δευτεροβάθμιας επεξεργασίας, την απομάκρυνση αζώτου ή και φωσφόρου στις περιπτώσεις διάθεσης των λυμάτων σε ευαίσθητους ως προς τον ευτροφισμό αποδέκτες. Οι ευαίσθητοι αυτοί αποδέκτες έχουν προσδιορισθεί από τα κράτη-μέλη.
Με την προτεινόμενη αναθεώρηση, το μέτρο επεκτείνεται κατά δύο τρόπους:
Αφενός, η απαίτηση για απομάκρυνση θρεπτικών επιβάλλεται ασχέτως ευαισθησίας αποδέκτη για οικισμούς με ισοδύναμους κατοίκους άνω των 100.000 (στους υπόλοιπους η απαίτηση παραμένει ως έχει, δηλαδή μόνο εφόσον τα επεξεργασμένα λύματα διατίθενται σε ευαίσθητους αποδέκτες, οι οποίοι όμως θα πρέπει να επαναπροσδιορισθούν).
Αφετέρου, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά εξόδου από 10-15 mg/l για το άζωτο και 1-2 mg/l για τον φώσφορο γίνονται πιο αυστηρά και συγκεκριμένα: 6 mg/l για το άζωτο και 0,5 mg/l για το φώσφορο. Το 2025 ορίζεται ως η προθεσμία για την αναθεώρηση των ευαίσθητων περιοχών, και τα έτη 2035 και 2040 για την πλήρη συμμόρφωση για οικισμούς με ισοδύναμους κατοίκους άνω των 100.000 και 10.000 αντίστοιχα.
Η νέα αυτή πρόταση δεν φαίνεται να είναι καλά τεκμηριωμένη. Χωρίς να δίνονται στοιχεία για το βαθμό κατά τον οποίο θα συμβάλει η αυξημένη απομάκρυνση των θρεπτικών στον περιορισμό των φαινομένων ευτροφισμού, επιβάλλεται μια δαπανηρή και ενεργοβόρα επέκταση των εγκαταστάσεων. Απαιτεί σημαντικές ποσότητες άνθρακα που θα πρέπει να οξειδωθούν (κατανάλωση ενέργειας) και ταυτόχρονα αντιστρατεύεται την εφαρμογή τεχνολογιών που αντί για οξείδωση κατακρατούν τον άνθρακα στην ιλύ, με δυνατότητες ενεργειακής αξιοποίησης.
Τεταρτοβάθμια επεξεργασία
Με ένα νέο άρθρο εισάγεται η απαίτηση για πρόσθετη της τριτοβάθμιας επεξεργασία των λυμάτων, με στόχο την απομάκρυνση από τα λύματα όσο το δυνατόν περισσότερων μικροοργανικών. Επιβάλλεται σε πρώτη φάση για εγκαταστάσεις με ισοδύναμους κατοίκους άνω των 100.000 με χρονικό ορίζονται το 2035. Ωστόσο τα κράτη-μέλη θα πρέπει να εντοπίσουν και οικισμούς μεταξύ 10.000 και 100.000 ισοδυνάμων κατοίκων στους οποίους οι συγκεντρώσεις ή η συσσώρευση μικροοργανικών εγκυμονεί κινδύνους (2030) και να εφαρμόσουν τεταρτοβάθμια επεξεργασία μέχρι το 2040.
Προφανώς η υιοθέτηση προχωρημένων τεταρτοβάθμιων επεξεργασιών συνεπάγεται αυξημένη ενεργειακή κατανάλωση. Κατά συνέπεια, η επέκταση στην κατηγορία των οικισμών με ισοδύναμους κατοίκους 10.000 – 100.000 θα πρέπει να γίνεται με προσοχή και φειδώ, ώστε να ελαχιστοποιείται η αντίφαση μεταξύ των στόχων της αυξημένης επεξεργασίας και της ελαχιστοποίησης των ενεργειακών καταναλώσεων.
Συναφής με την τεταρτοβάθμια επεξεργασία είναι η πρόταση για τη διευρυμένη ευθύνη των παραγωγών ή και εισαγωγέων μικροοργανικών ρυπαντών (κυρίως φαρμακευτικών προϊόντων). Σύμφωνα με τη σωστή επί της αρχής πρόταση, οι παραγωγοί και εισαγωγείς θα επιβαρύνονται με το κόστος της απαιτούμενης τεταρτοβάθμιας επεξεργασίας. Ωστόσο το εγχείρημα δεν είναι απλό και ίσως απαιτηθεί σημαντικά μεγαλύτερο διάστημα για την επίτευξή του.
Ενέργεια
Η ενέργεια αποτελεί συνήθως το δεύτερο μεγαλύτερο λειτουργικό κόστος μιας εγκατάστασης επεξεργασίας λυμάτων, μετά τις δαπάνες προσωπικού. Επιπρόσθετα, κατά κανόνα, για την παραγωγή της ενέργειας αυτής χρησιμοποιούνται συμβατικά καύσιμα, με συνέπεια συμβολή στο αποτύπωμα άνθρακα και στη ρύπανση της ατμόσφαιρας.
Είναι προφανές ότι υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης, με πρώτο στόχο τη μείωση των καταναλώσεων και του εύρους διακύμανσης και με δεύτερο τελικό στόχο την επίτευξη ενεργειακά ουδέτερων συστημάτων επεξεργασίας. Προς την κατεύθυνση αυτή κινείται η πρόταση της αναθεωρημένης Οδηγίας που στοχεύει στην επίτευξη ενεργειακά ουδέτερων συστημάτων επεξεργασίας άνω των 10.000 ισοδύναμων κατοίκων σε επίπεδο κράτους-μέλους μέχρι το 2040.
Για το σκοπό αυτό απαιτείται συστηματική καταγραφή των ενεργειακών καταναλώσεων και λήψη μέτρων απεξάρτησης από συμβατικά καύσιμα. Αν και τεχνολογίες ανάκτησης θερμότητας μπορούν να έχουν θετική συμβολή, η σημαντικότερη ωστόσο δυνατότητα παρέχεται με την κατά το δυνατόν πλήρη αξιοποίηση του ενεργειακού περιεχομένου του οργανικού άνθρακα των λυμάτων.
Η αξιοποίηση αυτή γίνεται συνήθως με μεγιστοποίηση του άνθρακα που ενσωματώνεται στην ιλύ (από την οποία μπορεί να παραχθεί βιοαέριο) και με ελαχιστοποίηση του άνθρακα που οξειδώνεται. Ωστόσο, η εμπειρία έχει δείξει ότι και στις εγκαταστάσεις που εφαρμόζουν αναερόβια επεξεργασία της ιλύος και αξιοποιούν το βιοαέριο, η παραγόμενη ενέργεια δεν υπερβαίνει συνήθως το 50% των αναγκών.
Το ποσοστό μπορεί να γίνει μεγαλύτερο με την εφαρμογή συστημάτων που μεγιστοποιούν την κατακράτηση του άνθρακα και ελαχιστοποιούν τον άνθρακα που οξειδώνεται, αλλά στα συστήματα αυτά είναι δύσκολο να επιτευχθεί ο υψηλός βαθμός επεξεργασίας και κυρίως η απομάκρυνση των θρεπτικών που επιβάλλει η Οδηγία.
Κατά συνέπεια, η απεξάρτηση από τα συμβατικά καύσιμα θα πρέπει να γίνει και με την υιοθέτηση ανανεώσιμων πηγών στις εγκαταστάσεις. Ωστόσο, και αυτό είναι δύσκολο στο βαθμό που η παραγόμενη ανανεώσιμη ενέργεια θα πρέπει να προέρχεται από επεμβάσεις και επενδύσεις στο χώρο της εγκατάστασης (όπως φαίνεται να υπονοεί η Οδηγία).
Κυκλική οικονομία
H ολοκληρωμένη διαχείριση του αστικού κύκλου νερού, υπό το πρίσμα της κυκλικής οικονομίας, παρουσιάζει αδυναμίες. Υπάρχει σύγχυση τόσο σε επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης όσο και στο επίπεδο της αγοράς και της κοινωνίας των πολιτών, ως προς το τι είναι η κυκλική οικονομία και ως προς το τι απαιτείται για την επίτευξη της κυκλικής οικονομίας. Σκόπιμο είναι να αποσαφηνισθούν οι έννοιες και να υπάρξει ανταλλαγή απόψεων και γνώσης. Απαιτείται πιο έντονη και ουσιαστική συνεργασία και συντονισμός μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων, ώστε να αντιμετωπισθούν οι εγγενείς με το εγχείρημα αυτό δυσχέρειες.
Στην υφιστάμενη Οδηγία αναφορές για την επαναχρησιμοποίηση των λυμάτων και την αξιοποίηση της ιλύος ουσιαστικά δεν υπάρχουν. Με την αναθεωρημένη Οδηγία γίνονται συστάσεις προς τα κράτη-μέλη να επαναχρησιμοποιούν τα λύματα και να αξιοποιούν την ιλύ, ωστόσο η παρέμβαση παραμένει στο επίπεδο συστάσεων, χωρίς συγκεκριμένους ποσοτικούς στόχους και χρονοδιαγράμματα.
Συνδυασμένη διαχείριση
Με την αναθεώρηση δίνεται έμφαση στην αντιμετώπιση της ρύπανσης από τα όμβρια και ιδίως της ρύπανσης που προκαλείται από υπερχειλίσεις μείγματος λυμάτων και όμβριων στα παντορροϊκά δίκτυα.
Για το σκοπό αυτό απαιτείται η κατάστρωση ολοκληρωμένων μεθόδων διαχείρισης για όλους τους οικισμούς άνω των 100.000 ισοδύναμων κατοίκων (2030), καθώς και για μικρότερους οικισμούς 10.000 – 100.000 ισοδύναμων κατοίκων (2035), στο βαθμό που τα όμβρια δημιουργούν πρόβλημα.
Συμπεράσματα
Η πρόταση αναθεώρησης κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, καθώς στοχεύει στην αντιμετώπιση νέων προκλήσεων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, με τις νέες τεχνολογίες, με τους νέους ρύπους (emerging contaminants) και με την αναγκαιότητα συμβολής στη νέα Πράσινη Συμφωνία (Green Deal) για μια κυκλική και αποδοτική ως προς τους πόρους οικονομία.
Παρατηρείται ωστόσο αντίφαση μεταξύ της απαίτησης για ακόμα μεγαλύτερο βαθμό επεξεργασίας και του στόχου της επίτευξης ενεργειακά ουδέτερων συστημάτων επεξεργασίας. Προβληματισμός επίσης δημιουργείται ως προς το κατά πόσο με τα προτεινόμενα χρονικά περιθώρια δίνεται επαρκής χρόνος για την ωρίμανση και υλοποίηση όλων των δράσεων.
*Ο κ. Ανδρέας Ανδρεαδάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.